- πρωτυτερινός
- -ή, -ό, Ν [πρωτύτερος]αυτός που έγινε πρωτύτερα, προηγουμένως, ο προγενέστερος.επίρρ...πρωτυτερινά Νπρωτύτερα, προγενέστερα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτυτερινός — ή, ό προγενέστερος, παλιότερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)